υπερόστωση

υπερόστωση
[-ις (-εως)] η мед. гипертрофия костей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερόστωση" в других словарях:

  • υπερόστωση — η, Ν ανατ. υπερπλασία, διάχυτη ή περιγεγραμμένη, ενός ή περισσοτέρων οστών, λόγω αυξήσεως τής περιοστικής ή τής ενδοχόνδριας οστέωσης, που οδηγεί στους μεν ανηλίκους σε αύξηση τού πάχους τών οστών, στους δε εφήβους και στα παιδιά σε αύξηση τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»