- υπερόστωση
- [-ις (-εως)] η мед. гипертрофия костей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερόστωση — η, Ν ανατ. υπερπλασία, διάχυτη ή περιγεγραμμένη, ενός ή περισσοτέρων οστών, λόγω αυξήσεως τής περιοστικής ή τής ενδοχόνδριας οστέωσης, που οδηγεί στους μεν ανηλίκους σε αύξηση τού πάχους τών οστών, στους δε εφήβους και στα παιδιά σε αύξηση τού… … Dictionary of Greek